Εμμανουήλ Διακομανώλης MD, PhD Καθηγητής Μαιευτικής Γυναικολογίας και
Γυναικολογικής Ογκολογικής Πανεπιστημίου Αθηνών

TO TEST ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

Εισαγωγή

Το test Παπανικολάου είναι ένα διαγνωστικό test, το οποίο μπορεί να ανιχνεύει πρώιμες αλλοιώσεις, σε δείγμα κυττάρων που λαμβάνεται από τον τράχηλο της μήτρας, ενώ δεν υπάρχουν ακόμη κλινικά συμπτώματα.

Το δείγμα κυττάρων λαμβάνεται από τον τράχηλο με τη βοήθεια μιας ειδικά σχεδιασμένης σπάτουλας ή ψήκτρας (βουρτσάκι), η οποία επιτρέπει τη λήψη κυτταρικού υλικού και από τον ενδοτράχηλο.

Το τεστ Παπανικολάου είναι μία απλή και χαμηλού κόστους εξέταση, η οποία εφαρμόζεται και στη χώρα μας επί δεκαετίες κατά τρόπο όμως ευκαιριακό (opportunistic screening). Βασίζεται δηλαδή, στην πρωτοβουλία είτε της ίδιας της γυναίκας είτε του γυναικολόγου.

Έχει όμως αποδειχθεί ότι ο ευκαιριακός αυτός έλεγχος είναι λιγότερο αποδοτικός από τον οργανωμένο έλεγχο, που εφαρμόζεται στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου οι γυναίκες προσκαλούνται συστηματικά στα πλαίσια ενός εθνικού συστήματος πρόληψης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.

Γενικές πληροφορίες

Το test Παπανικολάου ορισμένες φορές ενδέχεται να μην ανιχνεύσει κάποια παθολογική ανωμαλία, η οποία υπάρχει ήδη στον τράχηλο. Αυτό στην ιατρική καλείται «ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα» και αποτελεί ένα από τα μειονεκτήματα του τεστ Παπανικολάου (τα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 20-25% περίπου).

Για τους λόγους αυτούς είναι καλό το τεστ να λαμβάνεται σε συνδυασμό με την γυναικολογική εξέταση, στη διάρκεια της οποίας ο ιατρός έχει την ευκαιρία να εξετάσει και κλινικά τον τράχηλο, καθώς και άλλα σημεία του κατώτερου γεννητικού συστήματος της γυναίκας.

Η κυτταρολογία υγρής φάσης (ThinPrep) θεωρείται ότι έχει βελτιώσει σημαντικά τις αιτίες που περιορίζουν τη διαγνωστική ακρίβεια ενός συμβατικού τεστ Παπανικολάου, αλλά και αυτή η μέθοδος δεν πρέπει να θεωρείται απόλυτα ασφαλής .

Στηρίζεται στη μεταφορά του δείγματος, που λαμβάνεται από τον τράχηλο, σε ένα ειδικό υγρό συντήρησης και στην ειδική επεξεργασία του κυτταρικού δείγματος, η οποία διευκολύνει την ακριβέστερη εκτίμηση και ερμηνεία των κυτταρολογικών ευρημάτων.

Οδηγίες λήψης

Οι οδηγίες που αφορούν στη λήψη του τεστ Παπανικολάου είναι απλές:

  • Η λήψη του κυτταρικού δείγματος δεν πρέπει να γίνεται κατά τη διάρκεια της περιόδου.
  • Σαρανταοκτώ ώρες πριν τη λήψη θα πρέπει να αποφεύγονται:
    - Οι κολπικές πλύσεις,
    - Η χρήση κολπικών φαρμακευτικών σκευασμάτων,
    - Η σεξουαλική επαφή (την προηγούμενη ημέρα).
  • Μετά το τοκετό το τεστ Παπανικολάου εκτελείται συνήθως μετά από 6-8 εβδομάδες στα πλαίσια του ελέγχου που γίνεται στο τέλος της λοχείας.

Ερμηνεία αποτελεσμάτων

Είναι φυσιολογικό η αναγγελία ενός παθολογικού τεστ Παπανικολάου να προκαλεί ανησυχία στην ασθενή για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτό το αποτέλεσμα στη ζωή της. Κατ’ αρχάς, μπορεί να ηρεμήσει, γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών με παθολογικό τεστ Παπανικολάου δεν θα έχει καρκίνο.

Η πιθανότερη κυτταρολογική διάγνωση αφορά συνήθως τις HPV λοιμώξεις και τις αλλοιώσεις που ο ιός HPV προκαλεί στον τράχηλο της μήτρας. Τις αλλοιώσεις αυτές, τις οποίες καλούμε προκαρκινικές αλλοιώσεις και είναι γνωστές ως CIN (Cervical Intraepithelial Neoplasia) και διαιρούνται σε διάφορες κατηγορίες (CIN 1, CIN 2, CIN 3 ), ανάλογα με τη σοβαρότητα της επιθηλιακής βλάβης. Η νεότερη ορολογία που αφορά τα αποτελέσματα ενός τεστ Παπανικολάου περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες παθολογικών κυτταρολογικών ευρημάτων:

Η ορολογία

ASCUS: Διεθνής ορολογία (Atypical Squamous Cells of Undetermined Significance) περιγράφει “άτυπα πλακώδη κύτταρα απροσδιόριστης σημασίας”.  Ο όρος αυτός αναφέρεται σε κυτταρολογικά χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν πιθανή ενδοτραχηλική αλλοίωση, χωρίς όμως να το αποδεικνύουν και αφορά περίπου το 4% όλων των κυτταρολογικών ευρημάτων.

Η κλινική σημασία της κατηγορίας αυτής οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχει πιθανότητα ανεύρεσης σοβαρών επιθηλιακών αλλοιώσεων, CIN 2 και CIN 3, σε ένα ποσοστό περίπου 6-10% των γυναικών με αυτή την κυτταρολογική διάγνωση.  (Χρειάζεται ειδική διερεύνηση)

LSIL: Ο όρος LSIL (Low-Grade Squamous Intraepithelial Lesion) περιλαμβάνει κυτταρικές αλλοιώσεις συμβατές με HPV λοίμωξη και ενδοεπιθηλιακή αλλοίωση χαμηλού βαθμού (CIN 1).

Η πιθανότητα ανεύρεσης σοβαρών επιθηλιακών αλλοιώσεων, CIN 2 και CIN 3, στην κατηγορία αυτή, είναι μεγαλύτερη και ανέρχεται στο 15-20% των περιπτώσεων. (Συνήθως χρειάζεται επανάληψη του τεστ  ή περαιτέρω έλεγχος)

HSIL: Ο όρος HSIL (High-Grade Squamous Intraepithelial Lesion) περιλαμβάνει κυτταρικές αλλοιώσεις συμβατές με υψηλού βαθμού τραχηλική ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία (CIN 2,3).

Ο κίνδυνος στις περιπτώσεις αυτές είναι πολύ μεγαλύτερος και το ποσοστό CIN 2,3 ανέρχεται περίπου στο 70-75 % των γυναικών με κυτταρολογική διάγνωση HSIL που θα έχει ενδοεπιθηλιακές αλλοιώσεις. (Χρειάζεται άμεση κολποσκόπηση)

AGUS: Ο όρος AGUS ή AGS (Άτυπα αδενικά κύτταρα) περιγράφει μία ιδιαίτερη κατηγορία κυτταρικών αλλοιώσεων του αδενικού επιθηλίου που υποδηλώνει ένα αυξημένο κίνδυνο ανεύρεσης υψηλόβαθμων επιθηλιακών αλλοιώσεων, ο οποίος αφορά τον τράχηλο και πιθανόν το ενδομήτριο. Για το λόγο αυτό, τα κυτταρολογικά αποτελέσματα  AGUS  θα πρέπει να διερευνηθούν με ιδιαίτερη προσοχή. (Χρειάζεται άμεση κολποσκόπηση ή ειδική διερεύνηση)

Ευρήματα περιορισμένης σημασίας

Κεράτωση: Αυξημένη ποσότητα κερατίνης στην επιφάνεια του επιθηλίου δίνει μία ιστολογική εικόνα που είναι γνωστή ως υπερκεράτωση (επιθηλιακά κύτταρα χωρίς πυρήνες) ή παρακεράτωση (επιθηλιακά κύτταρα με πυκνότερους πυρήνες).

Τα ευρήματα αυτά είναι συνήθως αποτέλεσμα χρόνιου ερεθισμού, τραυματισμού ή φλεγμονής του επιθηλίου και λιγότερο συχνά είναι αποτέλεσμα μίας ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης.

Κυτταρολογική διάγνωση φλεγμονής: Η κυτταρολογική διάγνωση φλεγμονής (τραχηλίτιδα – ενδοτραχηλίτιδα) στο τεστ Παπανικολάου δεν σημαίνει απαραίτητα την ύπαρξη γυναικολογικής λοίμωξης. Στις περιπτώσεις αυτές, όταν δεν υπάρχουν κολποσκοπικά ευρήματα ή κλινικά συμπτώματα δεν χρειάζεται θεραπεία.

Αντιμετώπιση

Η αντιμετώπιση ενός παθολογικού τεστ Παπανικολάου εξαρτάται από το βαθμό σοβαρότητας του αποτελέσματος. Ένα τεστ που δείχνει ελαφρές μόνο κυτταρικές αλλοιώσεις θα μπορούσε να επαναληφθεί μετά από κάποιο χρονικό διάστημα λίγων μηνών, γιατί στις περιπτώσεις αυτές ο κίνδυνος ανεύρεσης σοβαρής βλάβης στον τράχηλο είναι μικρός. Αντίθετα η κολποσκόπηση αποτελεί τον καλύτερο και αμεσότερο τρόπο διερεύνησης ενός τεστ Παπανικολάου το οποίο, δείχνει κάποια σοβαρότερη κυτταρική αλλοίωση.

Νέες τεχνολογίες μπορούν να προσφέρουν σημαντικά στη διερεύνηση παθολογικών κυτταρολογικών αποτελεσμάτων, ιδιαίτερα στη κατηγορία ASCUS και LSIL (χαμηλού βαθμού αλλοιώσεις). Οι τεχνολογίες αυτές αφορούν το HPV DNA testing, που ανιχνεύει συνολικά την παρουσία ή απουσία ιών υψηλού κινδύνου ή μπορεί να προσδιορίσει τον τύπο ή τους τύπους του ιού που προσβάλλουν το επιθήλιο της περιοχής που ελέγχουμε.

Ένα άλλο τεστ μοριακής βιολογίας, το mRNA, προσδιορίζει όχι μόνο την παρουσία ιών υψηλού κινδύνου αλλά παρέχει και την ένδειξη εξέλιξης της νόσου και χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις ασθενών. Τα tests αυτά έχουν συγκεκριμένες ενδείξεις, πρέπει να έχουν ειδική πιστοποίηση, για να είναι αξιόπιστα και η επιλογή ή η εφαρμογή τους εξαρτάται από το υπεύθυνο ιατρό.